επενδίδωμι

επενδίδωμι
ἐπενδίδωμι, (Α)
1. δίνω επί πλέον («πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι» — και πεσμένο τόν χτυπώ για τρίτη φορά, τού δίνω και το τρίτο χτύπημα, Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπενδίδωμι — give over and above pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπενδόντες — ἐπενδίδωμι give over and above aor part act masc nom/voc pl (epic) ἐπενδίδωμι give over and above aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπενδοῦναι — ἐπενδίδωμι give over and above aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπενδόμενοι — ἐπενδίδωμι give over and above aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”